Οι γενικοί κανόνες του πόκερ

Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός... Ρίχνοντας μια ματιά στις δεκάδες παραλλαγές του πόκερ και στους διαφορετικούς κανόνες τους, ο επίδοξος παίχτης μπορεί να μπερδευτεί, να χαθεί σε λαβύρινθους πονταρισμάτων και ιεραρχιών και, στο τέλος, να απογοητευτεί. Οι κανόνες αυτοί, όμως, έχουν μια βάση, ένα απλούστερο σετ κανόνων που διέπει όλα τα παιχνίδια σε κάθε μορφή τους. Γνωρίζοντας αυτούς τους βασικούς κανόνες, η κατανόηση όλων των υπολοίπων είναι μια εύκολη υπόθεση.

 

Τα βασικά του ποκερ

Το μεγαλύτερο κεφάλαιο του… βιβλίου των κανόνων του πόκερ αφορά στα πονταρίσματα που καταλήγουν στο pot. Τα πονταρίσματα σε κάθε παιχνίδι πόκερ ξεκινούν πριν καν οι παίχτες δουν τα φύλλα τους. Αυτό μπορεί να γίνει με τα blinds (τυφλό ποντάρισμα) ή τα antes (τσιπάκι), ένα προκαθορισμένο μικρό συνήθως ποσό που συνεισφέρουν οι δύο πρώτοι ή όλοι οι παίχτες. Τα φύλλα μοιράζονται και, από εκεί και πέρα, κάθε νέο μοίρασμα ή αποκάλυψη κοινού φύλλου φέρνει και νέα πονταρίσματα. Στο Texas Hold ‘em, για παράδειγμα, έχουμε τρεις γύρους πονταρίσματος, οι οποίοι παρεμβάλλονται του ανοίγματος των flop, turn και river και έναν ακόμη πριν το showdown.

 

Τα πονταρίσματα στο πόκερ

Το ποντάρισμα ξεκινά συνήθως από τον παίχτη αριστερά του ντίλερ, με εξαίρεση κάποιες παραλλαγές παιχνιδιών, όπως τα Stud, όπου ξεκινά από τον παίχτη με το καλύτερο ή χειρότερο φύλλο. Αυτός μπορεί να ποντάρει όσα θέλει, αρκεί να μην ξεπερνά το προκαθορισμένο ποσό, ή να προσπεράσει, κάνοντας check (γνωστό και ως ντούκου). Από εκεί και πέρα, η υποχρέωση κάθε παίχτη που θέλει να συνεχίσει την παρτίδα είναι να ακολουθεί τα πονταρίσματα που έχουν προηγηθεί. Αν ο προηγούμενος έχει κάνει check, έχει την επιλογή να κάνει το ίδιο. Αν όχι, οι επιλογές του είναι τέσσερις:

  • Η πρώτη είναι να ‘τα δει’(call), δηλαδή να ποντάρει το ίδιο ποσό.
  • Η δεύτερη είναι να ποντάρει παραπάνω, αυξάνοντας το πόσο πονταρίσματος (raise). Η αύξηση αυτή σε μερικές παραλλαγές του πόκερ είναι ανεξάρτητη από το ποσό που πόνταρε ο προηγούμενος παίχτης ενώ σε κάποιες άλλες πρέπει να είναι ίση ή πολλαπλάσια του ποσού που έχει ήδη πονταριστεί.
  • Η τρίτη επιλογή είναι το πάσο (fold). Με αυτή, ο παίχτης (που προφανώς βλέπει πως το χέρι του δε μπορεί να συναγωνιστεί αυτά των αντιπάλων του) βγαίνει από το παιχνίδι και χάνει όλα όσα πόνταρε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μόλις “μιλήσουν” όλοι οι παίχτες και δηλώσουν τα πονταρίσματά τους, ξεκινά ο επόμενος γύρος του παιχνιδιού, ο οποίος μπορεί να περιλαμβάνει μοίρασμα, αποκάλυψη κοινού φύλλου ή το τελικό showdown.
  • Οι πιο τολμηροί παίχτες, βέβαια, έχουν μια ακόμη επιλογή. Σε παιχνίδια που δεν έχουν οριστεί περιορισμοί στο ανώτατο ποσό πονταρίσματος, μπορούν να δηλώσουν όλα μέσα (all-in), να ποντάρουν δηλαδή ολόκληρο το ποσό που έχουν μπροστά τους. Η συγκεκριμένη επιλογή έχει πλεονεκτήματα (ειδικά στον ψυχολογικό τομέα), αλλά και αρκετά – επίσης εμφανή – μειονεκτήματα. Το all-in, όμως, δεν είναι μόνο για τους τολμηρούς σε παιχνίδια χωρίς ανώτατο όριο πονταρίσματος. Στην περίπτωση που κάποιος παίχτης θέλει να συνεχίσει το παιχνίδι, αλλά δεν έχει αρκετά λεφτά, ώστε να ακολουθήσει τα πονταρίσματα των αντιπάλων του, δηλώνει all-in. Έτσι, βάζει όλα τα υπόλοιπα λεφτά του στο pot και συνεχίζει, χωρίς την υποχρέωση να ποντάρει ξανά. Αν, όμως, κερδίσει, δε θα ανταμειφθεί με όλο το pot, αλλά με ποσό ανάλογο αυτού που πόνταρε.

 

Από εκεί και πέρα, δε μιλάνε πια οι παίχτες, αλλά τα φύλλα και το καλύτερο χέρι. Και, κάπως έτσι, όλες οι παραλλαγές και τα παιχνίδια του πόκερ γίνονται απλούστερα. Με τη βασική γνώση των πονταρισμάτων και των ιεραρχιών, ο επίδοξος παίχτης μπορεί να προσαρμοστεί σε κάθε συνθήκη, με ανοιχτά, κλειστά και οποιασδήποτε άλλης μορφής φύλλα.